σεληνιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεληνιασμός < ελληνιστική σεληνιασμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεληνιασμός αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σεληνιασμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεληνιασμός < Σελήνη (λόγω της επικρατούσας παλαιότερα αντίληψης ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων της ασθένειας οφείλονταν στη Σελήνη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεληνιασμός αρσενικό