σελιδοποιήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σελιδοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του σελιδοποίηση
- εναλλακτικά: σελιδοποίησης
σελιδοποιήσεως θηλυκό