σενιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σενιάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική segnare < λατινική signo < signum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (“κόβω”) ή *sekʷ- (“ακολουθώ”) (με επίδραση από τη γαλλική signé)
Ρήμα
[επεξεργασία]σενιάρω (παθητική φωνή: σενιάρομαι & σενιαρίζομαι)
- (λαϊκότροπο, προφορικό) βελτιώνω, τελειοποιώ την εξωτερική εμφάνιση προσώπου ή πράγματος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σουλουπώνω