σενιόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σενιόρα | οι | σενιόρες |
γενική | της | σενιόρας | των | σενιόρων |
αιτιατική | τη | σενιόρα | τις | σενιόρες |
κλητική | σενιόρα | σενιόρες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σενιόρα θηλυκό
- άλλη μορφή του σινιόρα