σερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σερ < αγγλική sir • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σερ αρσενικό άκλιτο
- χαμηλόβαθμος τίτλος ευγενείας της Βρετανικής Κοινοπολιτείας ιππότη ή βαρονέτου (γράφεται και με κεφαλαίο - Σερ)
- ※ Κόντρα ρόλος για έναν σερ του σινεμά (εφημ. Καθημερινή, 13/09/2021 [1])
- (προσφώνηση) ευγενική προσφώνηση λόγο σεβασμού ή ηλικίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)