σημαιοστολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σημαιοστολισμός < σημαιοστολίζω + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σημαιοστολισμός αρσενικό
- η ενέργεια του σημαιοστολίζω, η ανάρτηση σημαιών σε ένα χώρο για το στολισμό του, ιδιαίτερα σε εθνικές επετείους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημαιοστολισμός
|