σημανθησόμενον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σημανθησόμενον < σημαίνω

Μετοχή

[επεξεργασία]

σημανθησόμενον ουδέτερο, (αρσενικό σημανθησόμενος, θηλυκό σημανθησομένη)

  • μετοχή παθητικού μέλλοντος του ρήματος σημαίνω στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική πτώση

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

σημανθησόμενον