σηματοδοτήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σηματοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σηματοδοτώ
- θα σηματοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σηματοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σηματοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σηματοδότηση