σημειώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σημειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σημειώνω
- θα σημειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σημειώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σημειώσεις θηλυκό - μόνο πληθυντικός
- συνοπτικό δοκίμιο διδακτέας ύλης
- το αναλυτικό πρόγραμμα ενός μαθήματος με περιγραφική περίληψη-σύνοψη-ανακεφαλαίωση του κυρίως βιβλίου
- περιγραφικό σύγγραμμα της διδακτέας ύλης του διδάσκοντα καθηγητή
- ύλη μαθήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σημειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σημείωση