σηράγγωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σηράγγωση οι σηραγγώσεις
      γενική της σηράγγωσης* των σηραγγώσεων
    αιτιατική τη σηράγγωση τις σηραγγώσεις
     κλητική σηράγγωση σηραγγώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σηραγγώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σηράγγωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σηράγγωση θηλυκό

  1. η διάνοιξη σήραγγας
  2. (τεχνολογία, και μεταφορικά) η δημιουργία σήραγγας ή η μεταφορά πληροφορίας (ενέργειας, κτλ) σαν να περνούσε από σήραγγα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]