σηροτρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σηροτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- σηροτροφείο
- σηροτροφία
- σηροτροφικός
- → δείτε τις λέξεις σηρ και τρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σηροτρόφος