σθεναρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

σθεναρά < σθεναρός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σθεναρά

  1. με ψυχική δύναμη
    Ο τρίτος λόχος πεζικού αντιστάθηκε σθεναρά στην πολυήμερη πολιορκία του εχθρού.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σθεναρά