σιαγόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιαγόνα | οι | σιαγόνες |
γενική | της | σιαγόνας | των | σιαγόνων |
αιτιατική | τη | σιαγόνα | τις | σιαγόνες |
κλητική | σιαγόνα | σιαγόνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιαγόνα < αρχαία ελληνικήσιαγών
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/e/ed/Human_jawbone_left.jpg/220px-Human_jawbone_left.jpg)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.aˈɣo.na/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιαγόνα θηλυκό
- (ανατομία) η γνάθος
- (μεταφορικά) μηχανισμός διάφορων εργαλείων που συσφίγγουν κάτι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανατομία