σιγόντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιγόντο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιγόντο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η κατάσταση κατά την οποία ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος έχει σταθερή πλεύση όρτσα και ο άνεμος αλλάζει κατεύθυνση προς τα πλάγια του σκάφους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιγόντο
|