σιδηρομεταλλουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιδηρομεταλλουργία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.me.ta.luɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρο‐με‐ταλ‐λουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιδηρομεταλλουργία θηλυκό
- βιομηχανία παραγωγής ανεπεξέργαστων προϊόντων από σίδηρο[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιδηρομεταλλουργία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.