σιλεντιάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σιλεντιάριος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιλεντιάριος οι σιλεντιάριοι
      γενική του σιλεντιάριου των σιλεντιάριων
    αιτιατική τον σιλεντιάριο τους σιλεντιάριους
     κλητική σιλεντιάριε σιλεντιάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιλεντιάριος < μεσαιωνική ελληνική σιλεντιάριος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.len.diˈa.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐λε‐ντι‐ά‐ρι‐ος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιλεντιάριος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • σιλεντιάριος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιλεντιάριος < ελληνιστική κοινή σιλεντιάριος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιλεντιάριος αρσενικό



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σιλεντιάριος οἱ σιλεντιάριοι
      γενική τοῦ σιλεντιαρίου τῶν σιλεντιαρίων
      δοτική τῷ σιλεντιαρί τοῖς σιλεντιαρίοις
    αιτιατική τὸν σιλεντιάριον τοὺς σιλεντιαρίους
     κλητική ! σιλεντιάριε σιλεντιάριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιλεντιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  σιλεντιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιλεντιάριος < λατινική silentiarius < silentum (σιωπή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιλεντιάριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)