σιλεντιάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιλεντιάριος < μεσαιωνική ελληνική σιλεντιάριος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.len.diˈa.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐λε‐ντι‐ά‐ρι‐ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιλεντιάριος αρσενικό
- (ιστορία) υπάλληλος ή αξιωματούχος της αυτοκρατορικής Αυλής στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την τήρηση της ησυχίας και της τάξης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιλεντιάριος
Πηγές
[επεξεργασία]- σιλεντιάριος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιλεντιάριος < ελληνιστική κοινή σιλεντιάριος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιλεντιάριος αρσενικό
- υπάλληλος ή αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση της ησυχίας και της τάξης στα ανάκτορα
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σιλεντιάριος | οἱ | σιλεντιάριοι |
γενική | τοῦ | σιλεντιαρίου | τῶν | σιλεντιαρίων |
δοτική | τῷ | σιλεντιαρίῳ | τοῖς | σιλεντιαρίοις |
αιτιατική | τὸν | σιλεντιάριον | τοὺς | σιλεντιαρίους |
κλητική ὦ! | σιλεντιάριε | σιλεντιάριοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιλεντιαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σιλεντιαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιλεντιάριος < λατινική silentiarius < silentum (σιωπή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιλεντιάριος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- υπάλληλος ή αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση της ησυχίας και της τάξης στα ανάκτορα
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)