σιλικονάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σιλικονάτος
- (λαϊκότροπο, μειωτικό) που αφορά γυναίκα ή οποία έχει τοποθετήσει εμφυτεύματα σιλικόνης στο στήθος της, ώστε να μεγαλώσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σιλικόνη
Πηγές
[επεξεργασία]- σιλικονάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιλικονάτος
|