σιούτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σιούτος, -α, -ο
- ζώο που του λείπουν τα κέρατα, π.χ. τράγος, γίδα, πρόβατο κ.α. (στην ηπειρωτική διάλεκτο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- περισσότερο σε χρήση είναι το θηλυκό και ουδέτερο γένος του επιθέτου και σπάνια το αρσενικό.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιούτος
|