σιτεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιτεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σιτεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]σιτεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σιτεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιτεμένος
|