σιτηρέσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιτηρέσιο < (ελληνιστική κοινή) σιτηρέσιον < αρχαία ελληνική σιτηρέσιον (επίδομα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιτηρέσιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιτηρέσιο
|