σιτοβολώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιτοβολώνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σιτοβολών, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική grenier[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.to.voˈlo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐το‐βο‐λώ‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιτοβολώνας αρσενικό
- σιταποθήκη
- ο τόπος που παράγει πολύ σιτάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σιτοβολώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)