σιτοπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιτοπαραγωγικός < σιτοπαραγωγή / σιτοπαραγωγός + -ικός < σίτος + -ο- + παραγωγός
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σιτοπαραγωγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη σιτοπαραγωγή ή τον σιτοπαραγωγό ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις σιτοπαραγωγός, σίτος, παράγω, παρά και άγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιτοπαραγωγικός
|