σιχτίρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σιχτίρισμα < σιχτιρίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σιχτίρισμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η ενέργεια του σιχτιρίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σιχτίρ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σιχτίρισμα
|