σκάλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκάλος < από το ρήμα σκαλίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκάλος αρσενικό
- Πήγαμε για σκάλο στο χωράφι.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκάλος
|