σκάλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκάλος < από το ρήμα σκαλίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκάλος αρσενικό

Πήγαμε για σκάλο στο χωράφι.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]