σκάλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈska.lo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκά‐λω‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκάλωμα ουδέτερο
- (γενικότερα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαλώνω
- αναρρίχηση
- σχοινένια σκάλα
- εμπόδιο, πρόσκομμα
- επικλινής τόπος που γίνεται επίπεδος, προκειμένου να καλλιεργηθεί, με κατασκευή που συγκρατεί το έδαφος στην κάτω μεριά του
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Σκάλωμα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκάλωμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σκάλωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .