σκίρτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκίρτημα < αρχαία ελληνική σκίρτημα < σκιρτάω / σκιρτῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsciɾ.ti.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκίρτημα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιρτώ