σκίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σκίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σκίζω
- θα σκίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σκίζω
- να σκίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σκίζω