σκαλέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαλέτα | οι | σκαλέτες |
γενική | της | σκαλέτας | των | σκαλετών |
αιτιατική | τη | σκαλέτα | τις | σκαλέτες |
κλητική | σκαλέτα | σκαλέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαλέτα < ιταλική scaletta < scala + -etta < λατινική scala < scando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skend- (πηδώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαλέτα θηλυκό
- (παρωχημένο) (αργκό) είδος χαρτοπαικτικού τεχνάσματος ή κλεψίματος
- (αργκό) (στις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές) προσχέδιο, πρόγραμμα, κόνσεπτ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)