σκαμνάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαμνάκι | τα | σκαμνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκαμνάκι | τα | σκαμνάκια |
κλητική | σκαμνάκι | σκαμνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαμνάκι ουδέτερο
- μικρό σκαμνί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκαμνάκι
|