σκαμνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skaˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐μνιά
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαμνιά | οι | σκαμνιές |
γενική | της | σκαμνιάς | των | σκαμνιών |
αιτιατική | τη | σκαμνιά | τις | σκαμνιές |
κλητική | σκαμνιά | σκαμνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- σκαμνιά < συκαμινιά με ... → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαμνιά θηλυκό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- άλλη μορφή του συκαμινιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκαμνιά
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- σκαμνιά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σκαμνιά ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)