σκανδιναβοί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skan.ði.naˈvi/
- ομόηχο: σκανδιναβή
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σκανδιναβοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του σκανδιναβός