σκανδιναβών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκανδιναβών

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

σκανδιναβών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του σκανδιναβός
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του σκανδιναβή