σκαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκαρίζω < λείπει η ετυμολογία

σκαρίζω

  1. (μεταβατικό) βγάζω τα πρόβατα ενώ είναι νύχτα, για νυχτερινή βοσκή ή νωρίς το πρωί
  2. (αμετάβατο) (για κοπάδι) βγαίνω για βοσκή ενώ είναι νύχτα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]