σκασίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκασίλα οι σκασίλες
      γενική της σκασίλας
    αιτιατική τη σκασίλα τις σκασίλες
     κλητική σκασίλα σκασίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκασίλα < σκάω (από τη μεταφορική έννοια) + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκασίλα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]