σκατώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκατώνω < μεσαιωνική ελληνική σκατώνω[1] < σκατό

σκατώνω (παθητική φωνή: σκατώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]