σκευάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκευάζω < αρχαία ελληνική σκευάζω

σκευάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]