σκιαγράφηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκιαγράφηση | οι | σκιαγραφήσεις |
γενική | της | σκιαγράφησης* | των | σκιαγραφήσεων |
αιτιατική | τη | σκιαγράφηση | τις | σκιαγραφήσεις |
κλητική | σκιαγράφηση | σκιαγραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκιαγραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκιαγράφηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκιαγραφώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκιαγράφηση
|