σκιαμαχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]σκιαμαχώ
- αγωνίζομαι για κάτι που δεν υπάρχει
- μάχομαι με κάτι ή κάποιον που είναι ανύπαρκο ή ανύπαρκτος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κυνηγώ χίμαιρες
- τα βάζω με ανεμόμυλους
- πολεμώ με φαντάσματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκιαμαχώ
|