σκλαβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκλαβώνω < σκλάβος

σκλαβώνω

  1. κάνω κάποιον σκλάβο, δούλο, τον υποδουλώνω
  2. υποχρεώνω τους άλλους με την ευγενική μου συμπεριφορά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]