σκληρίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκληρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή του σκληρού χιτώνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκληρίτιδα
|