σκολόπεντρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκολόπενδρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκολόπεντρα οι σκολόπεντρες
      γενική της σκολόπεντρας των σκολοπεντρών
    αιτιατική τη σκολόπεντρα τις σκολόπεντρες
     κλητική σκολόπεντρα σκολόπεντρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκολόπεντρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκολόπενδρα (προφερόταν με [nd]).
Δείτε και ὄχεντρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skoˈlo.pen.dɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐λό‐πε‐ντρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκολόπεντρα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]