σκοπευτήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκοπευτήριον (μαρτυρείται από το 1895) [1] < → και δείτε τη λέξη σκοπευτήριο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκοπευτήριον, -ίου ουδέτερο

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 912, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου