σκορβούτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκορβούτο τα σκορβούτα
      γενική του σκορβούτου των σκορβούτων
    αιτιατική το σκορβούτο τα σκορβούτα
     κλητική σκορβούτο σκορβούτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ούλα ασθενούς με σκορβούτο, με τους χαρακτηριστικούς τριγωνικού σχήματος ερεθισμούς ανάμεσα στα δόντια.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκορβούτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scorbuto < μεσαιωνική λατινική scorbutus < μέση ολλανδική scôrbut < μέση κάτω γερμανική schorbuk < σουηδική skörbjug < νορμανδική skyr-bjúr (skyr=πηγμένο γάλα για τυρί, bjúr=οίδημα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκορβούτο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]