σκορδίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκορδίλα οι σκορδίλες
      γενική της σκορδίλας
    αιτιατική τη σκορδίλα τις σκορδίλες
     κλητική σκορδίλα σκορδίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκορδίλα < σκόρδ(ο) + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκορδίλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]