σκοτῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
σκοτῶ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκοτέω, συνηρημένο, συνώνυμο του σκοτίζω

σκοτῶ

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]


Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
σκοτῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκοτόω, συνηρημένο

σκοτῶ

  1. (μεταφορικά) σκοτεινιάζω, συσκοτίζω
    12ος αιώνας Κωνσταντίνος Μανασσής, Ποίημα ηθικόν, Περί υπονοίας, 798 @books.google
    τὸν νοῦν σκοτοῖ, τὰ βλέφαρα, τὸν μήνιγγα, τὰς φρένας
  2. (μέση φωνή) ζαλίζομαι
  3. και σημασία σκοτώνω

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



σκοτῶ

  1. συνηρημένη μορφή του σκοτόω και σκοτάω
  2. (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του σκοτέω