σκουλάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σκουλάτος, -η, -ο
- (υφαντική) για υφαντό του οποίου η επιφάνεια δεν είναι λεία, αλλά με θηλιές που δημιουργούν διακοσμητικά θέματα
- κουκουλωνότανε η Μαργιώ με μια σκουλάτη μπατανία κόκκινη (Μέλπω Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, 1946)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκουλάτος
|