σκουληκαντέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουληκαντέρα οι σκουληκαντέρες
      γενική της σκουληκαντέρας των σκουληκαντερών
    αιτιατική τη σκουληκαντέρα τις σκουληκαντέρες
     κλητική σκουληκαντέρα σκουληκαντέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκουληκαντέρα < σκουλήκι + έντεροάντερο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκουληκαντέρα θηλυκό

  1. μεγάλου μεγέθους σκουλήκι
  2. σώμα μακρύ, κυλινδρικό και συνήθως εύκαμπτο που θυμίζει σκουλήκι, είτε έντερο λόγω σχήματος ή/και του τρόπου που αυτά αναδιπλώνονται

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]