σκουντουφλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκουντουφλώ < μεσαιωνική ελληνική σκόντουφλον[1] / σκόντουφλος[1] < σκόντος[1] + τυφλός[1] (με παρετυμολογική επίδραση του μεσαιωνική ελληνική σκοντάπτω[1])
Ρήμα
[επεξεργασία]σκουντουφλώ
- (οικείο) σκοντάφτω, συνήθως συνεχόμενα
- ※ Προχωρήσαμε σκουντουφλώντας στις πέτρες και στα κλαριά που 'χαν κατεβάσει οι βροχές. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])