σκουπιδομάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουπιδομάνι | τα | σκουπιδομάνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκουπιδομάνι | τα | σκουπιδομάνια |
κλητική | σκουπιδομάνι | σκουπιδομάνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκουπιδομάνι ουδέτερο άκλιτο
- πλήθος σκουπιδιών, σκουπιδαριό αλλά σε μεγάλη ποσότητα, πλήθος άχρηστων αντικειμένων, εγγράφων, ρούχων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις -μάνι, γυναικομάνι, χαρτομάνι και ανθρωπομάνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκουπιδομάνι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μάνι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)