σκουραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκουραίνω < σκούρος + -αίνω

σκουραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) σκούρο
  2. (αμετάβατο) γίνομαι (πιο) σκούρος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]